Εξαίρεση των Αμυντικών Δαπανών από τον Έλεγχο – Ορισμένα νούμερα για τον ΕΣ

Πολιτική

Η οικονομία κάθε χώρας επηρεάζεται άμεσα από τις αμυντικές δαπάνες και τη στρατιωτική της ισχύ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δημοσιονομικοί κανόνες επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς στα κρατικά ελλείμματα (θεωρητικά να μην ξεπερνάει το Δημόσιο Χρέος το 60% του ΑΕΠ), όμως η πρόσφατη Ρωσική επιθετικότητα έχει οδηγήσει σε μια πιο ελαστική στάση απέναντι στις αμυντικές δαπάνες. Παρόλο που οι δαπάνες αυτές εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς και εκτός ΕΕ μπορεί να μην αλλάξει τίποτα ως προς την πιστοληπτική ικανότητα, οι ευρωπαϊκοί έλεγχοι και περιορισμοί χαλαρώνουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης της άμυνας.

Η Στρατιωτική Παρουσία στην Ελλάδα και η Οικονομική της Διάσταση

Η Ελλάδα διατηρεί ένα σημαντικό αριθμό στρατιωτικού προσωπικού, με περίπου 145.000 άτομα (μόνιμοι και μη), που αντιστοιχεί σε σχεδόν 1,5% του γενικού πληθυσμού. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών και στις εκθέσεις του για Στρατιωτικά Θέματα, το στρατιωτικό προσωπικό της χώρας ως προς το ενεργό εργατικό δυναμικό της άγγιξε το 3,2% για το 2020, ποσοστό υπερτριπλάσιο του μέσου όρου των κρατών της ΕΕ, και μεγαλύτερα ανάμεσα στους 27.

Η υψηλή αυτή αναλογία μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τη διαρκή απειλή ενός μεγαλύτερου κράτους, όπως η Τουρκία, ωστόσο και άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Κύπρος, η Πολωνία, οι Βαλτικές και Σκανδιναβικές χώρες, αντιμετωπίζουν παρόμοιες απειλές. Επιπλέον, χώρες όπως η Γαλλία διατηρούν ισχυρή στρατιωτική παρουσία διεθνώς, που δημιουργεί ανάγκη για περισσότερους στρατιωτικούς.

Μία γρήγορη μάτια στις Στρατιωτικές Δαπάνες

Η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στην Ευρώπη για την ίδια χρονιά σε στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ με 3,1%, με διπλάσιο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, παρατηρείται ότι οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των κρατών είναι σημαντικά υψηλότερες από την αναλογία στρατιωτικού προσωπικού προς το εργατικό δυναμικό. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός επικεντρώνεται περισσότερο στη διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπινου δυναμικού παρά σε εξοπλιστικά προγράμματα. Οι δαπάνες στην Ελλάδα ήταν αρκετά αυξημένες την περίοδο 1975 με 1981, κοντά στο 6%, λόγω της τεταμένης κρίσης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από το 1974 με την πτώση της Χούντας και την εισβολή στην Κύπρο, μέχρι και σήμερα, τέσσερις τουλάχιστον φορές, οι δύο χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα μιας γενικευμένης σύγκρουσης: Το 1976, το 1987, το 1996 και 2022, τα οποία πυροδότησαν αύξηση δαπανών, έστω και πρόσκαιρα, ώστε να ενισχυθεί η αποτρεπτική ισχύ.

Στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδας 1960-2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας

Από το 2020 έως και 2023 πολλά κράτη ενίσχυσαν τις δαπάνες τους, ειδικά τα κράτη που βρίσκονται κοντά με τη Ρωσία. Συγκεκριμένα, η Πολωνία ξόδεψε για το 2023 τα περισσότερα αναλογικά με το ΑΕΠ της σημειώνοντας 68% αύξηση σε σχέση με το 2020, ενώ την μεγαλύτερη αύξηση πραγματοποίησε η Φιλανδία με 70%! Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φιλανδία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 2023, ενώ η Σουηδία μόλις το 2024.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας

Κύπρος, Αυστρία, Μάλτα και Ιρλανδία δεν ανήκουν στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και έτσι δεν δεσμεύονται να ξοδεύουν συγκεκριμένα ποσά. Να σημειωθεί ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να δαπανούν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι μόλις τα δέκα κράτη από τα 27 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 23 μέλη του ΝΑΤΟ, ξεπερνούν το όριο του 2%. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τον ανωτέρω πίνακα, ορισμένες χώρες οφείλουν να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους και να πάψουν να βασίζονται στην αποτρεπτική ικανότητα των συμμάχων τους, ειδικά την περίοδο αναθεωρητισμού των εδαφών και συμμαχιών που βιώνουμε.

Χαρακτηριστικό είναι αυτό που ανέφερε ο Πολωνός πρωθυπουργός, Ντόναλντ Τουσκ. Συγκεκριμένα: 500 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζητούν από 300 εκατομμύρια Αμερικανούς να τους προστατεύσουν από 140 εκατομμύρια Ρώσους. Ο Τουσκ, με την δήλωση του αυτή, ήθελε να υπογραμμίσει την ανάγκη της Ευρώπης να ενισχύσει την αμυντική της αυτονομία, μειώνοντας την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της.

Μισθοί και Προβλήματα Ανθρώπινου Δυναμικού

Ίσως λόγω τον μεγάλο αριθμό στρατιωτικών, οι μισθοί τους παραμένουν χαμηλοί. Έρευνα της Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Στρατιωτικών Ενώσεων και Συνδικάτων για την ίδια χρονιά (περίπου 2020) κατέταξε την Ελλάδα σχετικά χαμηλά σε μισθολογικές απολαβές σε σύγκριση με άλλες 22 ευρωπαϊκές χώρες (όχι μόνο ΕΕ). Ενδεικτικό το παρακάτω διάγραμμα των μέσων μισθών των Αξιωματικών των 23 κρατών που μελετήθηκαν στην έρευνα.

Αριστερά, αποτυπώνει τους πραγματικούς μισθούς και δεξιά την αγοραστική δύναμη. *Ελλάδα(Griechenland)

Επιπλέον, το μόνιμο προσωπικό είναι αρκετά γερασμένο το οποίο δημιουργεί προκλήσεις τόσο στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της όσο και στη διάρθρωση των στρατιωτικών της δαπανών. Τέσσερεις βασικοί λόγοι της γήρανσης:

  1. Μειωμένες προσλήψεις κατά την οικονομική κρίση: Την δεκαετία 2010 με 2020, οι θέσεις στις στρατιωτικές σχολές αποτυπώθηκε τεράστια μείωση. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες αύξησης των προσλήψεων τα τελευταία χρόνια, οι νέοι δεν επιλέγουν πλέον τη στρατιωτική καριέρα όπως στο παρελθόν, συνεχίζοντας το πρόβλημα.
  2. Αυξημένες αποχωρήσεις στελεχών: Ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία, οι αποχωρήσεις έχουν δημιουργήσει “αιμορραγία” στις τάξεις, με πιο έντονες στο Πολεμικό Ναυτικό και στους νέους ηλικιακά. Χαρακτηριστικά στοιχεία:
    • Υψηλά ποσοστά παραιτήσεων πρωτοετών σπουδαστών για το 2024, το οποίο άγγιξε συνολικά το 25%:
      • Στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ), 40 από τους 95 εισακτέους (42,1%) παραιτήθηκαν!
      • Στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού (ΣΜΥΝ), 43 από τους 190 εισακτέους (22,5%) παραιτήθηκαν.
      • Στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας (ΣΜΥΑ), 26 από τους 103 εισακτέους (25,2%) παραιτήθηκαν.
    • Το 2024, οι παραιτήσεις στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού έφτασαν τις 291, με το 1 στα 3 στελέχη να είναι αρκετά νέα στελέχη, κάποια εκ των οποίων πληρώνουν έως χρήματα από την τσέπη τους ως ποινή πρόωρης αποχώρησης, το οποίο αποτελεί Ελληνική “πατέντα” και είναι αντίθετη στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
  3. Αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης: Από περίπου 45 στα 55 έτη, κάτι που σημαίνει ότι πολλά στελέχη εκτελούν καθήκοντα που δεν αντιστοιχούν στις αρχικές τους αρμοδιότητες, οι οποίες βασιζόντουσαν στην σωματική ικανότητα, μειώνοντας έτσι τη γενική μαχητική ικανότητα.
  4. Η γενικότερη γήρανσή του πληθυσμού της Ελλάδας: Οι μειωμένες γεννήσεις και το αυξημένο προσδόκιμο ζωής έχει αλλάξει τον γενικό μέσο όρο της ηλικίας των Ελλήνων, το οποίο δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και τον Ελληνικό Στρατό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποχρεωτική θητεία στην ΕΕ, είναι αρκετά περιορισμένη αντίθετα με την Ελλάδα. Επίσης, δεν ανταμείβονται οι φαντάροι στην Ελλάδα κατά την εκτέλεση της θητείας ούτε για τα βασικά τους έξοδα. Αν λάμβαναν έστω τον κατώτατο μισθό οι Έλληνες φαντάροι, διορθώνοντας έτσι μια διαχρονική αδικία, ο προϋπολογισμός των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και του ίδιου του κράτους θα επιβαρύνονταν αρκετά.

Η ανάγκη για διατήρηση ισχυρών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα είναι αναμφισβήτητη, λόγω των γεωπολιτικών απειλών. Η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα, όπως θα επιτρέψει η ΕΕ λόγω της Ρωσικής επιθετικότητας, ανακουφίζει τον προϋπολογισμό ως προς το εποπτικό κομμάτι, αλλά δεν αναιρεί την πραγματική οικονομική επιβάρυνση. Μακροπρόθεσμα, απαιτείται ένας εξορθολογισμός των στρατιωτικών εξόδων ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή αμυντική αποτελεσματικότητα χωρίς υπερβολική δημοσιονομική πίεση. Υπό το πρίσμα αυτό, δημοσιεύματα για τις πρόσφατες αποχωρήσεις ανώτατων αξιωματικών χωρίς σημαντικό επιχειρησιακό αντικείμενο αλλά και στελεχών εκτός οργανικών θέσεων*1, μπορεί να δώσει τον μισθολογικό χώρο για αυξήσεις μισθών και στοχευμένες προσλήψεις “φρέσκων” στελεχών ή εξειδικευμένου προσωπικού, που να ανταποκρίνεται σε σύγχρονες επιχειρήσεις (Κυβερνοασφάλεια, Τεχνητή Νοημοσύνη, σύγχρονα οπλικά συστήματα, κατασκευή και χειρισμός drones, κτλ)

  1. Στελέχη τα οποία έχουν πάψει να προάγονται και διατηρούνται, τυπικά, για περαιτέρω ενίσχυση. Όμως, τα άτομα αυτά, συνήθως, δεν αναλάβουν σημαντικές ευθύνες ή είναι μεγάλης ηλικίας, τα οποία έχουν επιδιώξει να παραμείνουν στην στρατιωτική εργασία. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι μισθοί που λαμβάνουν είναι αρκετά μεγαλύτεροι από τις συντάξεις που θα λάμβαναν σε περίπτωση αποστρατείας. ↩︎

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *