Ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος είχε βαθιές επιπτώσεις στην Ελληνική οικονομία και ειδικότερα στις εισαγωγές ενέργειας. Όπως και η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το Ρώσικο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Ωστόσο, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό, καθώς αντί να πλήξουν την οικονομία της, συνέβαλαν στην αύξηση των εσόδων της από το πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Η απότομη μείωση των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία προκάλεσε τεράστια αύξηση στις τιμές καυσίμων, με αποτέλεσμα η ΕΕ και η Ελλάδα να πληρώσουν υπέρογκα ποσά για να εξασφαλίσουν ενεργειακή επάρκεια. Παρά τις προσπάθειες απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, η Ρωσία κατάφερε να αποκομίσει τεράστια κέρδη λόγω της εκτόξευσης των διεθνών τιμών κυρίως την πρώτη χρονιά του πολέμου, με τα οποία παράλληλα χρηματοδοτούσε και τον πόλεμο της. Να σημειωθεί ότι ναι μεν οι “Δυτικές” χώρες βρήκαν εναλλακτικούς πωλητές ενέργειας, αλλά και η Ρωσία βρήκε εναλλακτικούς αγοραστές της ενέργειάς της, κυρίως την Ινδία, Ρωσία και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες σε τιμές πιο ευνοϊκές από τους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ρωσικό ΑΕΠ, εκφρασμένο σε δολάρια, αυξήθηκε κατά 23% μέσα στην πρώτη χρονιά του πολέμου, προσθέτοντας σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια στην οικονομία της χώρας το 2022. Την επόμενη χρονιά οπισθοχώρησε, το οποίο τελικά αποδείχθηκε ουσιαστικά μία διόρθωση της προηγούμενης χρονιάς καθώς αναμένεται για το 2024 να κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης περίπου 3,2% για τη Ρωσία. Αντιθέτως, για τη Γερμανία και Γαλλία, τις δύο μακράν μεγαλύτερες οικονομίες εντός ΕΕ και μέλη των G7, θα κλείσουν πολύ χαμηλότερα ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης, με τη Γαλλία να έχει περίπου 1,1% και τη Γερμανία να κινείται αρνητικά, με -0,2% περίπου!

Ο πόλεμος και η αλλαγή “παιχνιδιού ενεργειακά” επηρέασε ιδιαίτερα την Ελλάδα, η οποία το 2022 κατέγραψε εκτόξευση του εμπορικού της ελλείμματος με τη Ρωσία κατά -124% σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Το γεγονός αυτό επιβάρυνε σημαντικά το ελληνικό ΑΕΠ και το εισόδημα των πολιτών, καθώς αυξήθηκε το κόστος ζωής και η βιομηχανική παραγωγή επηρεάστηκε αρνητικά από το ακριβό ενεργειακό κόστος.
‘Ετος | Εισαγωγές από Ρωσία (σε εκατ. ευρώ) | Εξαγωγές προς Ρωσία (σε εκατ. ευρώ) | Εμπορικό Ισοζύγιο (σε εκατ. ευρώ) |
2020 | 2.933,4 | 161,4 | -2.772,0 |
2021 | 4.302,4 | 206,6 | -4.095,8 |
2022 | 9.334,1 | 156,4 | -9.177,7 |
2023 | 2.445,9 | 96,3 | -2.349,6 |
2024* | 1,706.4* | 88.6* | -1,617.8* |
Τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα στράφηκε σε εναλλακτικές αγορές ενέργειας για να καλύψει το έλλειμα, όπως οι ΗΠΑ και η Νορβηγία, κυρίως μέσω εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Παρόλα αυτά, οι τιμές που πλήρωνε η χώρα παρέμειναν υψηλότερες σε σύγκριση με την εποχή πριν τον πόλεμο, γεγονός που επιβάρυνε περαιτέρω την οικονομία και τον πληθωρισμό.
Την περασμένη εβδομάδα, ξεκίνησαν σοβαρές διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, γεγονός που προκάλεσε ενθουσιασμό στις αγορές. Οι ευρωπαϊκοί χρηματιστηριακοί δείκτες κατέγραψαν άνοδο, ενώ ο ελληνικός δείκτης αυξήθηκε κατά 3,6% στις 12 Φεβρουαρίου 2025. Αυτή η κίνηση υποδηλώνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αναμένουν μια πιθανή αποκλιμάκωση των ενεργειακών εξόδων και μία αύξηση των εξαγωγών προς Ρωσία που επιδεινώθηκαν σοβαρά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι, ίσως αυτό φέρει μια βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο μέσω πιο φθηνών εισαγωγών ενέργειας και το άνοιγμα μίας αγοράς για εξαγωγές.

Η προοπτική ειρηνευτικής συμφωνίας δημιουργεί ελπίδες στις αγορές όπως φάνηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Συγκεκριμένα, στα μέσα της προηγούμενη εβδομάδας, έγινε γνωστό ότι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία, και οι παγκόσμιες αγορές ενθουσιάστηκαν στο άκουσμα αυτού του μηνύματος. Για παράδειγμα, τα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, πέρα από ορισμένες εταιρείες κυρίως εγχώριοι παραγωγοί ενέργειας, πρασίνισαν αρκετά θετικά. Σε εμάς, ο εγχώριος χρηματιστηριακός δείκτης από τη Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025 (όπου άρχισαν οι πρώτες ενδείξεις για την είδηση αυτή) έτρεξε με 3,6%, σε μία αγορά η οποία ήδη είχε δει πρόσφατα άνοδο, όποτε υπάρχει ίσως και κάποιος κορεσμός (ή και όχι από ότι φαίνεται). Έτσι, ίσως οι ελληνικές εταιρείες προσδοκούν σταδιακή αποκατάσταση των ενεργειακών εξόδων, την ενίσχυση των εξαγωγών προς Ρωσία και φυσικά την επιστροφή των Ρώσων τουριστών, οι οποίοι δεν είναι καθόλου αμελητέα ποσότητα, ειδικά για την Βόρεια Ελλάδα η οποία έχασε ίσως την κύρια τουριστική αγορά και έπρεπε να βρει εναλλακτικές αγορές.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος αυτός πρέπει να δώσει ένα μεγάλο μάθημα στις Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις. Η τόσο μεγάλη εξάρτηση από έναν μοναδικό παίκτη σε ένα τόσο κρίσιμο και στρατηγικό πόρο, όπως είναι το πετρέλαιο και φυσικό αέριο, είναι ασυγχώρητο. Η αυτονομία και η διεύρυνσή του εμπορίου και με άλλες χώρες αποτελεί σημαντικό γεωπολιτικό καταλύτη για τις μελλοντικές αποφάσεις. Η ΕΕ ουσιαστικά ίσως “πυροβόλησε τα ίδια της τα πόδια” κατά την άσκηση των ριζικών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας αφού έσκασε η μεγάλη Ρωσική επιθετικότητα, αντί να είχε ήδη ξεκινήσει η Ευρώπη την “απεξάρτηση” της από το 2014, όπου τότε είχε ήδη “φανεί που πάει το πράγμα ” με την προσάρτηση της Κριμαίας με στρατιωτικά μέσα από τη Ρωσία.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και ούτε προσπαθούμε να γίνουμε εκ του αποτελέσματος προφήτες. Στον χώρο των επιχειρήσεων γίνεται εδώ και πολλά χρόνια και λέγεται “πολυ-προμηθευτισμός” ή “στρατηγική πολλαπλών προμηθευτών.” Οι επιχειρήσεις προτιμούν να έχουν περισσότερους από έναν προμηθευτές για να μειώσουν τον κίνδυνο εξάρτησης από έναν μόνο και να διασφαλίσουν ότι μπορούν να διαχειριστούν πιθανές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Εκτός από την εξασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών, η στρατηγική αυτή βοηθάει και στην εξασφάλιση ποιοτικού ελέγχου, διαφοροποίησης προϊόντων και ευελιξίας.