Μεγάλη μισθολογική Ανισότητα στην Ελλάδα. Που εντοπίζεται κυρίως;

Οικονομία

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα σημείωσε ανάπτυξη στο ΑΕΠ της, ωστόσο τα δεδομένα της Eurostat αποκαλύπτουν ότι αυτή η ανάπτυξη δεν κατανέμεται δίκαια. Οι χαμηλόμισθοι στη χώρα μας – όσοι σύμφωνα με τη Eurostat κερδίζουν τα δύο τρίτα ή λιγότερο της διάμεσης (median) ωριαίας αμοιβής – εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων, με 21,74% το 2022. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο από το 2010 (12,82%) πριν την οικονομική και κοινωνική κρίση που βίωσε η χώρα μας. Η Ελλάδα κατατάχθηκε τέταρτη για το 2022 πίσω από τη Βουλγαρία, Ρουμανία και Λετονία. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε και οριστικοποιήθηκε για τις χρονιές 2006, 2010, 2014, 2018 και 2022.

Βασισμένος ο παραπάνω πίνακας σε στοιχεία της Eurostat

Η Ελλάδα σε Σύγκριση με την Ευρώπη

Η εικόνα αυτή γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα με άλλες χώρες της ΕΕ. Ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία (18,98%), η Πολωνία (18,96%) και η Τσεχία (13,78%) το ποσοστό των χαμηλόμισθων έχει μειωθεί αισθητά για το 2022, η Ελλάδα διατηρεί υψηλότερο ποσοστό, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν μεταφράζεται σε δίκαιη κατανομή εισοδήματος.

Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση χωρών όπως η Πορτογαλία (1,77%) και η Σλοβενία (9,38%), όπου τα ποσοστά χαμηλόμισθων έχουν μειωθεί δραστικά, ενώ στην Ελλάδα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.

Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα;

Τα παραπάνω στοιχεία γεννούν σημαντικά ερωτήματα:

  • Γιατί η αύξηση του ΑΕΠ δεν συνοδεύεται από μείωση των χαμηλόμισθων;
  • Πού καταλήγει τελικά η οικονομική ανάπτυξη, αν όχι στη βελτίωση των μισθών των εργαζομένων;
  • Ποιοι ωφελούνται από τη μεγέθυνση της οικονομίας;

Η εικόνα δείχνει ότι παρά την ανάκαμψη, οι μισθολογικές ανισότητες στην Ελλάδα παραμένουν έντονες. Η χώρα μας χρειάζεται πολιτικές που διασφαλίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη μεταφράζεται σε πραγματική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για όλους τους εργαζομένους – και όχι μόνο για λίγους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα επικρατεί σε μεγάλα μεγέθη μη δηλωμένης ή υπό δηλωμένης εργασίας, το οποίο διαστρεβλώνει εν μέρη τα στοιχεία που σχετίζονται με τα εισοδήματα της κοινωνίας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι με ποιοτικότερα στοιχεία θα βλέπαμε πιο δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων. Όμως, θα μπορούσαμε να εκδώσουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.

Ο Ρόλος της Εκπαίδευσης στη Μισθολογική Ανισότητα

Τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο επηρεάζει άμεσα τη μισθολογική κατάσταση ενός εργαζομένου. Στην Ελλάδα το 2022, το 26,1% των ατόμων με πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 25,6% όσων έχουν έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατατάσσονται στους χαμηλόμισθους, ενώ το ποσοστό πέφτει στο 15,57% για όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και πάνω. Αυτή η διαφορά αναδεικνύει τη σημασία της εκπαίδευσης ως βασικού παράγοντα οικονομικής ασφάλειας και κινητικότητας. Η επένδυση στη δια βίου μάθηση, η ενίσχυση των προγραμμάτων κατάρτισης και η σύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με την αγορά εργασίας μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της μισθολογικής ανισότητας και στη δημιουργία περισσότερων ευκαιριών για όλους.

Οι Νεότεροι Εργαζόμενοι Αντιμετωπίζουν τη Μεγαλύτερη Ανισότητα

Η ηλικία αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα μισθολογικής ανισότητας στην Ελλάδα. Το 2022, το ποσοστό των χαμηλόμισθων κάτω των 30 ετών ανήλθε στο 42,9%, δηλαδή σχεδόν οι μισοί νέοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία. Για τις ηλικίες 30-49, το ποσοστό είναι 21%, ενώ για τα άτομα άνω των 50 πέφτει στο 14,28%. Αυτή η σταδιακή μείωση εξηγείται εν μέρει από την εξειδίκευση και την επαγγελματική αναρρίχηση που αποκτούν οι εργαζόμενοι με την πάροδο των ετών, γεγονός που τους επιτρέπει να διεκδικούν υψηλότερες αμοιβές.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στη 2η και 3η θέση στις ηλικιακές κατηγορίες κάτω των 30 και 30-49 αντίστοιχα, αποκαλύπτει μια ιδιαίτερα έντονη ανισότητα για τους νέους εργαζομένους. Αντίθετα, στην κατηγορία 50+ (14,28%), η χώρα βρίσκεται στη 15η θέση, κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τις γενικές μισθολογικές ανισότητες, το μεγαλύτερο βάρος της χαμηλής αμοιβής πέφτει δυσανάλογα στους νέους, οι οποίοι δυσκολεύονται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας με αξιοπρεπείς αποδοχές. Μεγάλο ρόλο φυσικά παίζει ότι πολλοί επαγγελματίες και επιχειρηματίες εδραιώθηκαν και ισχυροποιήθηκαν πριν τη κρίση, κατάφεραν να διατηρήσουν τα κεκτημένα εντός της περιόδου της κρίσης και τώρα που έχει μειωθεί η “εισοδηματική πίτα” εξαιτίας της κρίσης, δεν υπάρχουν περιθώρια για τους νεοεισερχομένους.

Μισθολογικές Ανισότητες Ανάμεσα στα Φύλα

Η μισθολογική ανισότητα δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση και την ηλικία, αλλά επηρεάζει και τα δύο φύλα. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2022, το ποσοστό των χαμηλόμισθων γυναικών είναι 23,43%, ενώ για τους άντρες ανέρχεται στο 20,11%. Η διαφορά αυτή, αν και οριακή, δείχνει ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

Δύο βασικές διαφορές που αντιμετωπίζουν τα 2 φύλα στην Ελλάδα:

  1. Υποχρεωτική στρατιωτική θητεία: Οι άνδρες που στρατεύονται υποχρεωτικά στην Ελλάδα λαμβάνουν ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα (περίπου 10€), γεγονός που επηρεάζει τα στατιστικά δεδομένα της κατηγορίας τους.
  2. Άδειες μητρότητας και οικογενειακές υποχρεώσεις: Οι γυναίκες, ειδικά μετά την περίοδο της υποχρεωτικής άδειας κυοφορίας, συχνά λαμβάνουν επιπλέον άδειες με μειωμένο εισόδημα, γεγονός που τις τοποθετεί πιο συχνά στη χαμηλόμισθη κατηγορία.

Τέλος, το 2022 ήταν χρονιά Covid η οποία επηρέασε όλες τις χώρες της ΕΕ, όμως η Ελλάδα με ισχυρή τουριστική δραστηριότητα επηρεάστηκε περισσότερο ίσως δημιουργώντας στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα πριν το Covid βρισκόταν 4 θέσεις χαμηλότερα σε αυτή τη κατάταξη και πιο κοντά σχετικά στο μέσο όρο της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η μισθολογική ανισότητα αποτελεί διαχρονικό θέμα στην Ελλάδα το οποίο οξύνθηκε στα χρόνια της κρίσης όπως φαίνεται από τα στοιχεία, καθώς από το 13% περίπου του 2010 εκτοξεύτηκε 9 ποσοστιαία μονάδες το 2014, φτάνοντας στο 22% περίπου. Την τελευταία δεκαετία περίπου στην Ελλάδα, 1 στους 5 θεωρούνται χαμηλόμισθοι σύμφωνα με την Eurostat.

Από όλα τα παραπάνω, φαίνεται ότι τη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα αντιμετωπίζουν οι νεότερες γυναίκες χαμηλότερου μορφωτικού υπόβαθρου, καθιστώντας αυτές πιο αδύναμες ως προς την οικονομική ανεξαρτησία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *