Οι Έλληνες πληρώνουν μακράν τα περισσότερα για στέγαση εντός ΕΕ – Αφήνουν το πατρικό τους σπίτι πατημένα στα 30

Κοινωνία

Η στέγαση των νέων στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά ζητήματα των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με τα δεδομένα του 2023, οι Έλληνες νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό τους σπίτι κατά μέσο όρο στα 30,6 έτη, το οποίο είναι η τρίτη υψηλότερη ηλικία στην Ευρώπη, μετά την Κροατία (31,8 έτη) και τη Σλοβενία (31 έτη). Αυτό το φαινόμενο αντανακλά τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν αυτονομία. Αυτό το θέμα επιδεινώνει το πρόβλημα υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, καθώς ουσιαστικά οι νέοι δεν μπορούν να ξεκινήσουν το δικού τους νοικοκυριό πριν τα 31 έτη κατά μέσο όρο. Oι νέοι σε όλη την ΕΕ εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,3 ετών, δηλαδή σχεδόν 6 χρόνια νωρίτερα σε σχέση με τους Έλληνες.

Παράλληλα, ένα ανησυχητικό στατιστικό αφορά τον αριθμό των νέων (15-29 ετών) που ζουν σε υπερπλήρη νοικοκυριά, δηλαδή σε κατοικίες όπου ο διαθέσιμος χώρος δεν επαρκεί για τις ανάγκες των ενοίκων. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φτάνει το 45,4%, το οποίο είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίστοιχα, στον υπόλοιπο πληθυσμό, το ποσοστό ανέρχεται σε 26,9%, κατατάσσοντας τη χώρα στην έβδομη θέση στην ΕΕ σε αυτήν την κατηγορία. Στην ΕΕ, οι μέσοι όροι είναι 26% για τους νέους και 16,8% για τις υπόλοιπες ηλικίες. Ένα άτομο θεωρείται ότι ζει σε υπερπλήρης νοικοκυριό σύμφωνα με την Eurostat εάν το νοικοκυριό δεν διαθέτει:

  • Ένα δωμάτιο για το νοικοκυριό.
  • Ένα δωμάτιο για κάθε ζευγάρι στο νοικοκυριό.
  • Ένα δωμάτιο για κάθε άτομο άνω των 18 ετών που ζει μόνο του.
  • Ένα δωμάτιο για κάθε δύο παιδιά του ίδιου φύλου κάτω των 12 ετών.
  • Ένα δωμάτιο για κάθε δύο παιδιά 12-17 ετών του ίδιου φύλου.
  • Ένα δωμάτιο για κάθε παιδί κάτω των 18 ετών που δεν μπορεί να «ταιριάξει» με βάση τους παραπάνω κανόνες.

Ωστόσο, το πλέον ανησυχητικό στατιστικό είναι το κόστος στέγασης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα. Οι Έλληνες δαπανούν το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός* τους για στέγαση, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη και με μεγάλη διαφορά . Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, η δεύτερη χώρα (Γερμανία) στη σχετική λίστα καταγράφει ποσοστό μικρότερο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Συχνά, αποδίδεται η εκτόξευση των ενοικίων στον τουρισμό και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ειδικά από συγκεκριμένους δημοσιογράφους. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Άλλες τουριστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Μάλτα, η Ιταλία και η Κύπρος, διατηρούν το αντίστοιχο ποσοστό κάτω του 17% περίπου. Αυτό υποδηλώνει ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, όπως η γενικότερη έλλειψη στεγαστικής πολιτικής και η μειωμένη προσφορά προσιτών κατοικιών. Την ίδια στιγμή, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις αυτών των χωρών, κυρίως στην Ισπανία, έχουν γίνει viral βίντεο όπου ντόπιοι διαμαρτύρονται για την έλλειψη κατοικιών, ζητώντας περιορισμούς στις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Φανταστείτε τι θα έκαναν αυτοί οι ντόπιοι αν έπρεπε να πληρώνουν για στέγαση όπως στην Ελλάδα, δηλαδή 2 με 2,5 φορές περισσότερα.

Το πρόβλημα της στέγασης δεν είναι απλώς οικονομικό, αλλά επηρεάζει συνολικά την ποιότητα ζωής και τις κοινωνικές δομές. Η αδυναμία των νέων να αποκτήσουν ανεξαρτησία επιβραδύνει τη δημιουργία νέων νοικοκυριών και συμβάλλει σε δημογραφικά προβλήματα. Χρειάζονται άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση της κοινωνικής κατοικίας, η παροχή κινήτρων για μακροχρόνιες μισθώσεις και η επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία στην αγορά ακινήτων.

Η στέγαση αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και είναι ευθύνη της πολιτείας να διασφαλίσει ότι οι νέοι μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε προσιτές και αξιοπρεπείς κατοικίες. Το ζήτημα είναι επείγον και απαιτεί ουσιαστικές λύσεις, ώστε να μην συνεχιστεί η τάση της οικονομικής ασφυξίας των νέων στην Ελλάδα.

*Σύμφωνα με τη Eurostat, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι το συνολικό χρηματικό ποσό που διαθέτουν τα νοικοκυριά για δαπάνες και αποταμίευση μετά την αφαίρεση των φόρων εισοδήματος και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *