Πρόσφατα, μια αναχρονιστική άποψη επανεμφανίστηκε στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα μέσω μίας “σπόντας” και μάλιστα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το κάθε κοινοβούλιο μίας δημοκρατικής χώρας ουσιαστικά αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας και πρέπει να μας προβληματίσει γιατί ειπώθηκε αυτό. Το ευτυχές είναι ότι καταδικάστηκε από την πλειοψηφία άμεσα.
Γιατί κακά τα ψέματα η φράση “Κάνε κανένα παιδί;” σε μία γυναίκα έχει βαθιές ρίζες στις προκαταλήψεις μας και στο σεξισμό ως σύνολο, όπου επιρρίπτουν εμμέσως την ευθύνη στην γυναίκα η οποία δεν θυσιάζει την επαγγελματική της εξέλιξη και χειραφέτηση της, ώστε να αφιερωθεί στην ανατροφή παιδιών.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η χαμηλή γεννητικότητα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, οφείλεται εν μέρη και στην ενεργή συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, στην επαγγελματική τους εξέλιξη και στη χειραφέτησή τους. Αυτή η γνώμη προφανώς δεν βασίζεται σε δεδομένα, αλλά σε παρωχημένες αντιλήψεις που καταρρίπτονται από την πραγματικότητα και τα στατιστικά στοιχεία.
Τα Στοιχεία που Αποδεικνύουν το Αντίθετο
Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες της ΕΕ όπου η συμμετοχή των γυναικών στην απασχόληση είναι από τις χαμηλότερες για το 2023. Συγκεκριμένα:
- Ιταλία: 56,5%
- Ελλάδα: 57,6%
- Ρουμανία: 59,1%
- Ισπανία: 65,4%

Εάν η θεωρία ότι οι γυναίκες που εργάζονται λιγότερο κάνουν περισσότερα παιδιά ίσχυε, αυτές οι χώρες θα έπρεπε να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά γεννήσεων. Όμως, τα στοιχεία δεν το επιβεβαιώνουν:
- Ιταλία: 1,21 γεννήσεις ανά γυναίκα (5η χαμηλότερη στην ΕΕ)
- Ελλάδα: 1,26 γεννήσεις ανά γυναίκα (7η χαμηλότερη στην ΕΕ)
- Ισπανία: 1,12 γεννήσεις ανά γυναίκα (προτελευταία στην ΕΕ)

Από την άλλη, η Ρουμανία παρουσιάζει 1,54 γεννήσεις ανά γυναίκα και είναι η 4η υψηλότερη. Η πιο χαμηλή στην κατάταξη αυτή είναι η Μάλτα 1,06 γεννήσεις ανά γυναίκα, ενώ το ποσοστό απασχόλησης γυναικών την είχε κατατάξει στα μισά και στη 15η θέση από τα 27 κράτη-μέλη. Αυτό αποδεικνύει πως η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν οδηγεί σε περισσότερες γεννήσεις. Για παράδειγμα, χώρες με υψηλότερη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, όπως η Γαλλία και η Σουηδία, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά γεννητικότητας.
Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας είναι πολυπαραγοντικό και θα ήταν άτοπο και επιπολαιότητα της κεντρικής διοίκησης, να συνδεθεί άμεσα με έναν μόνο παράγοντα σε μία σύγχρονη κοινωνία. Στην Ελλάδα για παράδειγμα οι 2 βασικότεροι λόγοι είναι οι:
✅ Οικονομική ανασφάλεια: Χαμηλοί μισθοί, εργασιακή αβεβαιότητα, ακριβή στέγαση.
✅ Έλλειψη κρατικής υποστήριξης: Περιορισμένες δομές φύλαξης παιδιών, ανεπαρκείς γονικές άδειες.
Οι παραπάνω λόγοι μπορούν να υποστηριχθούν και από τη παρακάτω δημοσκόπηση της Prorata που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 2025. Το 84% των ερωτηθέντων ισχυρίστηκε ότι ένας από τους βασικότερους λόγους αποτελεί η αβεβαιότητα που προέρχεται από τους χαμηλούς μισθούς, ανεργία και ασταθές εργασιακό περιβάλλον. Στη συνέχεια, αποτελεί το ίδιο το κράτος και παροχή υποστήριξης μέσω επιδομάτων, γονικές άδειες και υποδομές για τα παιδιά, όπως παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία και σχολεία, τα οποία θα πρέπει να είναι και παράλληλα ασφαλή και σε καλή κατάσταση. Ένα συντριπτικό ποσοστό (85%) των ερωτηθέντων στην ίδια έρευνα, χαρακτήρισε το κράτος ανεπαρκές ως προς τη στήριξη των οικογενειών. Τρίτος, λόγος αναφέρεται η προσωπική προτεραιοποίηση και από 2 φύλα, το οποίο εμπλέκει ναι μεν την καριέρα άλλα όχι μόνο αυτήν, καθώς αναφέρονται και άλλες προτεραιότητες που σχετίζονται με την προσωπική ελευθερία, ή απλά ότι δεν θέλουν να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας στη δεδομένη φάση της ζωή τους.

Πολύ ψηλά στη λίστα αποτελεί και η έλλειψη στέγης το οποίο επιβεβαιώνεται από πολλές έρευνες. Σύμφωνα, με την Eurostat οι νέοι δεν μπορούν να μετακομίσουν στο δικό τους σπίτι πριν τα 31 έτη κατά μέσο όρο, ενώ οι νέοι σε όλη την ΕΕ εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,3 ετών, δηλαδή σχεδόν 6 χρόνια νωρίτερα σε σχέση με τους Έλληνες, για το 2023. Παράλληλα, ένα ανησυχητικό στατιστικό της Eurostat, αφορά τον αριθμό των νέων (15-29 ετών) που ζουν σε υπερπλήρη νοικοκυριά, δηλαδή σε κατοικίες όπου ο διαθέσιμος χώρος δεν επαρκεί για τις ανάγκες των ενοίκων. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φτάνει το 45,4%, το οποίο είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μόλις το 16% των ερωτηθέντων ανέφερε “Δυσκολίες εξισορρόπησης επαγγελματικής και προσωπικής ζωής” και από τα 2 φύλα, ποσοστό 5 φορές μικρότερο από την οικονομική ανασφάλεια. Δηλαδή, με την υπόθεση που αναφέρεται στην έξοδο ή έστω στον περιορισμό της γυναίκας από την εργασία, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα σε ακόμη πιο μειωμένο εισόδημα για το ζευγάρι, θα είχε ως αποτέλεσμα να οξύνει ακόμη περισσότερο τον βασικότερο λόγο!
Η ίδια δημοσκόπηση προβάλει επίσης, ότι πολλά ζευγάρια δεν μπορούν να έχουν την υποστήριξη των γιαγιάδων και παππούδων, όπως γινόταν παραδοσιακά. Αυτό οξύνθηκε την περίοδο της κρίσης καθώς η επαρχία “ερήμωσε” από νέους, οι οποίοι μετακινήθηκαν στα πιο μεγάλα αστικά κέντρα για εργασία ή στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό το παρακάτω διάγραμμα από την Prorata . Το 41% βρίσκονται σε κοντινοί απόσταση ενώ το 47% δεν μπορούν να στηρίζονται στη καθημερινότητα τους στου γονείς καθώς είτε μένουν πολύ μακριά 14% ή δεν βρίσκονται στη ζωή 33%.

Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί νέοι άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα την περίοδο της κρίσης στην πιο παραγωγική ηλικία λόγω της οικονομικής κρίση, και δεν έχουν επιστρέψει καθώς οι συνθήκες στο εξωτερικό παραμένουν πιο ευνοϊκές, και όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται ολοένα και δύσκολη να επιστρέψουν αυτοί οι άνθρωποι.
Η σύνδεση της επαγγελματικής εξέλιξης των γυναικών με τη μείωση των γεννήσεων αποτελεί έναν επικίνδυνο μύθο που στοχοποιεί τις γυναίκες, αντί να αντιμετωπίζει τις πραγματικές αιτίες της δημογραφικής κρίσης. Αντί να «επιρρίπτουμε ευθύνες» στις εργαζόμενες γυναίκες, η συζήτηση πρέπει να στραφεί στην ουσιαστική στήριξη των νέων οικογενειών και στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου η τεκνοποίηση δεν θα είναι πολυτέλεια.