
Το να προσπαθείς να προβλέψεις το μέλλον είναι, προφανώς, πάρα πολύ δύσκολο, ακόμη και σήμερα, όπου η ανάπτυξη εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης επιτρέπει να τρέχουμε διάφορες προσομοιώσεις για μελλοντικά σενάρια.
Πολλοί αστάθμητοι παράγοντες, όπως γεωπολιτικές κινήσεις ή πόλεμοι, που είναι κυρίως ανθρωποκεντρικοί, καθώς και άλλοι που υπόκεινται στην τυχαιότητα ή την αδυναμία του ανθρώπου να τους προβλέψει, όπως οι φυσικές καταστροφές, δυσχεραίνουν την ακρίβεια των προβλέψεων. Υπάρχει επίσης και συνδυασμός αυτών, όπως η τεχνολογική εξέλιξη ή η πορεία του κλίματος του πλανήτη. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να αντιληφθούμε προς τα πού κατευθυνόμαστε είναι να μελετήσουμε τα στατιστικά του παρελθόντος και του σήμερα, ώστε να δημιουργήσουμε προβλέψεις, εφόσον δεν υπάρξουν δραματικές αλλαγές ή έκτακτα γεγονότα τύπου “Μαύροι Κύκνοι.”
Το πιο σημαντικό στοιχείο για το μέλλον μας είναι η εξέλιξη του πληθυσμού και διάφοροι άλλοι δημογραφικοί δείκτες, ίσως ο πιο σημαντικός τομέας των μακροοικονομικών δεδομένων σε μια οικονομία. Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση των Ηνωμένων Εθνών για τις προοπτικές του παγκόσμιου πληθυσμού (1950 έως 2100), σε ένα μέτριο σενάριο, ο ελληνικός πληθυσμός αναμένεται να μειώνεται, χάνοντας μια μικρή πόλη περίπου 50 με 60 χιλιάδων κατοίκων κάθε χρόνο εξαιτίας των μειωμένων γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους. Συγκεκριμένα, το 2050 το “έλλειμμα” θα φτάσει σχεδόν στις 60 χιλιάδες, ενώ η αρνητική αυτή τάση θα συνεχιστεί, με το έλλειμμα να αγγίζει σχεδόν τις 73 χιλιάδες το 2060.
Φυσικά στην εξέλιξη του πληθυσμού παίζει ρόλο και οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και μεταναστεύσαν στην Ελλάδα. Όμως η μετανάστευση όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα δεν θα καταφέρει να συγκρατήσει τη συρρίκνωση των μονίμων κατοίκων της Ελλάδας αφού για παράδειγμα αφού για το 2050 προβλέπεται μείωση κατά 53 χιλιάδες κατοίκων. Όποτε από το παραπάνω χάσμα 60 χιλιάδων γεννήσεων-θανάτων εκείνης της χρονιάς, μόνο 7000 άνθρωποι γεννημένοι από ξένες χώρες θα το καλύψουν.
Σύμφωνα με τον ίδιο οργανισμό, εξετάζοντας ιστορικά στοιχεία από το 1950 και κάνοντας προβλέψεις έως το 2100, ο αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2011 με -0,34% και κορυφώθηκε το 2023 με -2,08%. Το 2050 προβλέπεται ότι ο ρυθμός αυτός θα είναι -0,60% και η χώρα θα αποτελείται από 8,5 εκατομμύρια μόνιμους κατοίκους. Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζεται η σταθερή μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται. Η απόκλιση της Ελλάδας από τον παγκόσμιο μέσο όρο θα παραμείνει σταθερά πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα μέχρι το 2080, όταν και θα αρχίσει να περιορίζεται μερικώς.
Επιπλέον, η ευρύτερη περιοχή μας αντιμετωπίζει ήδη σοβαρό πρόβλημα μείωσης του πληθυσμού, με εξαίρεση την Τουρκία και την Κύπρο. Η Ελλάδα, ωστόσο, διατηρεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια σταθερά την αρνητική πρωτιά ανάμεσα στους γείτονές της. Παρόλα αυτά, προβλέπεται να περιοριστεί ο αρνητικός δείκτης για τη φετινή χρονιά, καθώς από το -1,77% του 2024 αναμένεται να φτάσει στο -0,41% φέτος.
Προφανώς, ο πληθυσμός στην Ελλάδα είναι γερασμένος λόγω της μείωσης των γεννήσεων, με την ηλικιακή κατηγορία των 65 ετών και άνω να αποτελεί το 22,85% του συνολικού πληθυσμού, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει στο 34,5% έως το 2050. Για να κατανοήσουμε πόσο γερασμένος είναι ο πληθυσμός της Ελλάδας, το αντίστοιχο ποσοστό για όλο τον πλανήτη ανέρχεται στο 10,20% φέτος και προβλέπεται να φτάσει στο 16,35% σε 25 χρόνια, κάτι που δείχνει μια γενικότερη γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Φυσικά, οι προηγούμενοι παγκόσμιοι δείκτες περιλαμβάνουν και χώρες όπου το προσδόκιμο ζωής είναι πολύ χαμηλό και η υγειονομική περίθαλψη ανεπαρκής. Έτσι, πολύ κυνικά, πολλοί άνθρωποι σε αυτές τις χώρες δεν προλαβαίνουν να γεράσουν. Ενδεικτικά για το 2023, τα παρακάτω διαγράμματα δείχνουν ότι οι Έλληνες ζούνε 82 έτη μέσο όρο και κατά 9 χρόνια σχεδόν περισσότερα από τον υπόλοιπο κόσμο και 2 χρόνια παραπάνω και από την υπόλοιπη Ευρώπη (γεωγραφικά). Ανάμεσα στα 2 φύλα στην Ελλάδα, οι γυναίκες ζούνε 5 χρόνια περισσότερα σε σχέση με τους άντρες φτάνοντας στα 84,3 έτη μέσο όρο, το οποίο χάσμα συμβαδίζει και με τον υπόλοιπο κόσμο.
Τέλος, η αστικοποίηση στην Ελλάδα είναι αρκετά έντονη, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση των γεννήσεων, καθώς για διάφορους λόγους οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων αποκτούν λιγότερα παιδιά. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, η Ελλάδα είχε ξεπεράσει την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση (τα σημερινά κράτη-μέλη) σε ποσοστά αστικοποίησης, φτάνοντας σε ποσοστά άνω του 80%. Δηλαδή σήμερα στην Ελλάδα, λιγότερο από το 20% του πληθυσμού ζει στην ύπαιθρο, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 25%, και στον υπόλοιπο κόσμο περίπου 40% του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει εκτός αστικών κέντρων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλη πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας λόγω της έλλειψης νέων που θα μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό. Η συνέπεια θα είναι η όλο και μεγαλύτερη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η παροχή μικρών συντάξεων. Από την άλλη, η Ελλάδα θα έχει αρκετό χώρο για μετανάστευση ή για μη μόνιμους κατοίκους, δηλαδή ανθρώπους που επιλέγουν να έρχονται μόνο για μερικούς μήνες τον χρόνο. Τα νέα δημογραφικά δεδομένα που θα επικρατήσουν τα επόμενα χρόνια θα επηρεάσουν σημαντικά τον τρόπο ζωής και την οικονομία της χώρας. Κλάδοι που σχετίζονται με τη γέννηση παιδιών, όπως τα παιδικά τρόφιμα και τα μαιευτήρια, αναμένεται να περιοριστούν. Αντίθετα, κλάδοι που αφορούν τη φροντίδα ηλικιωμένων ενδέχεται να γνωρίσουν μεγάλη άνθηση. Το μέλλον θα δείξει.